- οξύς
- (-έος), -εία, -ύ1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο.2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ.3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή.4. έντονος, ζωηρός: Οξείες οι αντιθέσεις του πολιτικού κόσμου.5. για ασθένειες, ο πρόσφατος, αυτός που γρήγορα εξελίσσεται: Οξεία σκωληκοειδίτιδα (αντίθ. χρόνιος, -α, -ο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.